Έλληνας ηγέτης

Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης. Ιωάννης Καποδίστριας, 1776-1831, Έλληνας ηγέτης

Το τέλος του μεγάλου ΕΝΙΑΥΤΟΥ, το σημείο μηδέν και η συνειδησιακή περιχώρηση.

Oι εγκεφαλικές συνάψεις των νέων εξωδιαστατικών πληροφοριών και οι θεάσεις των ΑΤΙΑ-UFO, σε καθημερινή βάση ανά την υδρόγειο, μεγιστοποιούν το ενδιαφέρον για την χαμένη γνώση, επανακαθορίζοντας ΑΞΙΕΣ, δίνοντας προβάδισμα σε θέματα ουσίας, στην επαναπροσέγγιση της πνευματικής οδού.

Οι πρόγονοί μας ενέταξαν εαυτούς σε ανυπέρβλητα ύψη καλλιέργειας του Νου, μέσω Παιδείας και Πίστης σε κάτι άλλο ανώτερο, άυλο, που απεδείχθη εκ των πραγμάτων διαχρονικά αξεπέραστο.

Εμείς σήμερα διανθίζουμε όλες αυτές τις Αξίες στον εγκέφαλό μας, στο κύτταρό μας και σαν αληθινό φωτόνιο εκπέμπουμε ΦΩΣ προς πάσα κατεύθυνση, έσω και έξω, δημιουργώντας την εκ νέου πνευματική αναγέννηση, υποβοηθούμενοι από τη νέα συνειδησιακή υπόσταση, που έρχεται να αναπληρώσει την χαμένη ΓΝΩΣΗ.

Πρέπει να προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά ώστε να αντιμετωπίσουμε πανέτοιμοι τις μεγάλες αλλαγές, που ήδη είναι εδώ.

Διόνυσος

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Κορνήλιος Καστοριάδης – Μια άνοδος σημαντικότητας;---Αντικλείδι--


Κορνήλιος Καστοριάδης – Μια άνοδος σημαντικότητας;
Αντικλείδι
[«Η συνέντευξη αυτή του Κορνήλιου Καστοριάδη παραχωρήθηκε», σύμφωνα με τον μεταφραστή του Rising Tide of Insignificancy στα αγγλικά, «τον Απρίλη του 1996 στον Max Blechman, εκδότη του αμερικάνικου αναρχικού περιοδικού Drunken Boat, για ένα τεύχος το οποίο εντέλει εκδόθηκε σε μορφή βιβλίου.α
Η συνέντευξη με τον Καστοριάδη τελικά απορρίφθηκε πριν τη δημοσίευση για λόγους χωρητικότητας της έκδοσης. Όλες οι σημειώσεις, με εξαίρεση την τέταρτη, γράφτηκαν από τον ίδιο τον Blechman. Αυτό το κείμενο και οι σημειώσεις του δόθηκαν προς δημοσίευση για τον τόμο The Rising Tide of Insignificancy με την έγκριση του ίδιου του Blechman». Από αυτή τη μορφή του έργου (που βρίσκεται στη σελίδα) είναι που άντλησε και μετέφρασε και το Tristero αυτή τη συνέντευξη πριν από δύο χρόνια περίπου. Πλέον αναδημοσιεύουμε, στα τέλη Γενάρη του 2006, τη μετάφραση με μια νέα επιμέλεια και κάποιες απαραίτητες προσθήκες εκ μέρους του περιοδικού «Terminal 119 – για την κοινωνική και την ατομική αυτονομία». Όπου γίνεται αναφορά στη βιβλιογραφία του Καστοριάδη, που είναι προσιτή στα ελληνικά, δίνουμε τους ελληνικούς τίτλους για μεγαλύτερη διευκόλυνση του αναγνώστη/ της αναγνώστριας.]

Max Blechman: Στη συζήτησή σας το 1993 με τον Olivier Morel για την «άνοδο της ασημαντότητας», μας παρουσιάσατε μια σκληρή εικόνα της γαλλικής κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, η Γαλλία, για να ακριβολογούμε, δεν υποφέρει από κάποια εσωτερική πολιτική κρίση⋅ κι αυτό γιατί υπάρχει μια γενικευμένη συναίνεση που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή, μακριά από όποια αντιπαράθεση ή κοινωνική διαμάχη. Για να εξηγήσετε αυτή την κατάσταση, μας ζητήσατε να σκεφτούμε το γεγονός ότι έχει υπάρξει μια σταθερή μείωση στις μέρες των απεργιών στη Γαλλία και ότι τα αιτήματα των εργατών είναι συνήθως κορπορατιστικά. Όταν συμπεριλάβατε αυτή τη συνέντευξη στο βιβλίο σας «La Montee de l’ insignificance», προσθέσατε μια σύντομη σημείωση, γραμμένη κατά τη διάρκεια των απεργιών των σπουδαστών και των εργατών το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη του 1995, όπου δηλώνατε ότι οποιοδήποτε κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα του νέου κοινωνικού κινήματος, υπάρχει μια σχετική ατμόσφαιρα που δικαιολογεί αυτό το χαρακτηρισμό. Αργότερα, σε μια συνέντευξη που παραχωρήσατε λίγο μετά τις απεργίες σχεδόν ολόκληρου του δημόσιου τομέα, που είχαν ουσιαστικά παραλύσει τη Γαλλία για πάνω από ένα μήνα, δηλώσατε ότι το κίνημα δεν ήταν στα θεμέλιά του κορπορατιστικό αλλά, αντίθετα, αποτέλεσε μια ριζοσπαστική απόρριψη των πραγμάτων εν γένει[1]. Αυτό το νέο κίνημα σε συνδυασμό με τη δική σας αλλαγή θέσης υπονοούν ότι έχετε μια πιο αισιόδοξη οπτική για την πολιτική ζωή της Γαλλίας; Δεδομένου ότι αυτό ήταν το πιο ριζοσπαστικό και δημοφιλές κίνημα διαδηλώσεων στη Γαλλία από την εποχή του 1982[2], θα μιλούσατε πλέον για μια νέα «άνοδο» σημαντικότητας;

Κορνήλιος Καστοριάδης: Όχι, αυτό θα ήταν πολύ παράτολμο⋅ εμμένω στις θέσεις μου. Προσέθεσα αυτή τη σημείωση επειδή μου ήταν φανερό ότι αυτό που είχε συμβεί πιο πριν, όσον αφορά την άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής διαμάχης, αν ακριβολογήσουμε, δε θα μπορούσε να αφορά αυτή την περίοδο, ακριβώς επειδή αυτό το κίνημα, αν και κορπορατιστικό στη μορφή του με μια πολύ στενή οπτική, ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας βαθιάς αίσθησης απογοήτευσης: «On en a marre», «μπουχτίσαμε» με όλα αυτά! Και όλα αυτά δεν οφείλονταν απλά στην προσπάθεια του νεογκωλικού πρωθυπουργού Αλέν Ζιπέ να διαρθρώσει την κοινωνική ασφάλιση[3] ή αυτό και το άλλο και το παρά άλλο. Έφταιγε το όλο σύστημα. Αυτό, είμαι σίγουρος ότι υπάρχει ακόμα και τώρα, αλλά δε θα βιαζόμουν να κολλήσω ένα χαρακτηρισμό σε ότι συνέβη το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη και στο τι συμβαίνει σήμερα με όρους του στιλ «αυτό ήταν η τελευταία φλόγα» ή «αυτό είναι ένα νέο ξεκίνημα». Πρέπει να δούμε τι θα γίνει. Δεν άλλαξε κάτι πάρα πολύ. Αλλά υπάρχουν σημάδια που καταδεικνύουν ότι συνέβη κάτι παραπάνω από μια «τελευταία φλόγα». Αυτά τα σημάδια είναι, για παράδειγμα, μια αναβίωση της κοινωνικής κριτικής, μια αναβίωση των κοινωνικών αναλύσεων του συστήματος, ακόμη κι αν σκεφτούμε τις προσπάθειες για μια αναθεώρηση του Μαρξ, και εκτός από το μοδάτο ή όχι του κινήματος, ο καθένας συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι αυτό το αδιέξοδο δεν είναι ανεκτό. Οπότε, προς το παρόν, νομίζω, πρέπει να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοικτά. Έχω μιλήσει σε κάποιους φίλους για να ξεκινήσουμε κάποιο είδος περιοδικού ή εφημερίδας. Πρέπει να προσθέσω ότι οι παρατηρήσεις μου για την άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής διαμάχης αφορούν όλες τις πλούσιες χώρες και όχι μόνο τη Γαλλία[4].

MB: Τι θα χαρακτηρίζατε ως σημαντικό σε αυτό το κίνημα πέρα από τη διάρκεια των απεργιών, των αυθόρμητων και μη χειραγωγούμενων από το συνδικάτο απεργιών, το συνολικό αριθμό των απεργών, το μέγεθος των διαδηλώσεων (2.200.000 άνθρωποι στους δρόμους στις 12 Δεκέμβρη και άλλοι 2.000.000 στις 16 του μηνός κτλ); Θεωρείτε, για παράδειγμα, τις γενικές συνελεύσεις των σπουδαστών, τις επιτροπές των καταλήψεών τους που αυθόρμητα αναπτύχθηκαν σε 50 περίπου πανεπιστήμια, την εθνική τους συντονιστική επιτροπή και το διάλογο που αναδύθηκε το Δεκέμβρη ανάμεσα στους σπουδαστές και τους απεργούς εργάτες ότι θεσμίζουν την πιο σημαντική ρήξη με τα κινήματα του Αριστερισμού στη Γαλλία από το 1968;

ΚΚ: Ναι. Αλλά από αυτή την άποψη, εκτός από τους σπουδαστές, οι εργάτες του σιδηρόδρομου και κάποιοι άλλοι, δεν έφτασαν τόσο μακριά όσο το 68’, κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που είμαι επιφυλακτικός στις εκτιμήσεις μου γι’ αυτό το κίνημα. Δεν υπήρξαν αρκετές επιτροπές εργατικών οργανώσεων που να αξίζει κάποιος να μιλήσει γι’ αυτές όσον αφορά τους εργάτες του σιδηροδρόμου και άλλους. Κι αυτές οι επιτροπές των εργατικών οργανώσεων αποτέλεσαν τις μοναδικές νέες μορφές οργάνωσης που έχουν εμφανιστεί από το 1968. Υπήρξε μια σειρά αντιπροσώπων από διάφορα σημεία της χώρας που προσπάθησαν να πάρουν αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Οι τοπικές γενικές συνελεύσεις αποτελούσαν μια προϋπόθεση γι’ αυτό⋅ εξέλεγαν αντιπροσώπους αλλά το πρόβλημα δεν ήταν οι γενικές συνελεύσεις το πραγματικό ερώτημα ήταν «Τι θα συμβεί στο εθνικό επίπεδο;» Σε προηγούμενους αγώνες των εργατών των σιδηροδρόμων, της Air France και άλλων, οι συντονιστικές επιτροπές είχαν δημιουργηθεί για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα και να προχωρήσουν, να λύσουν το πρόβλημα. Με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να αποφύγουν το γραφειοκρατικό έλεγχο του κινήματος. Αυτό δε συνέβη στο κίνημα του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη. Κι αυτός είναι ακόμη ένας τρόπος να πούμε ότι τα συνδικάτα δεν αμφισβητήθηκαν αρκετά.

MB: Από αυτή την άποψη, η ανάλυση για τα συνδικάτα του 50’ και του 60’ που εσείς αρθρώσατε στο Socialisme ou Barbarie ισχύει ακόμη. Η CGT (Confederacion General du Travail) και τα άλλα συνδικάτα ακολούθησαν το κίνημα μόνο για να το αφομοιώσουν και να σιγουρέψουν τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το Κράτος. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι, έτσι, εσείς «δείχνετε» τα συνδικάτα, ως σημαντική δύναμη, ή ως την κύρια δύναμη, που μπορεί να αποτρέψει να εξελιχθεί μια απεργία του δημόσιου τομέα σε μια γενική απεργία (και να επεκταθεί στον ιδιωτικό τομέα) ή που μπορεί να περιστείλει την αυτονομία του κινήματος;

ΚΚ: Δε «δείχνω» τα συνδικάτα… αυτό είναι που κάνουν άλλωστε, είναι η δουλειά τους! Είναι σα να με ρωτάτε «Βρίσκετε ότι υπάρχουν πολιτικοί μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και το Κράτος;» Ε, λοιπόν, ναι, αλλά αυτή είναι η δουλειά τους. Τα συνδικάτα για πάνω από έναν αιώνα τώρα, βασίζονται στο μέγεθος των διαδηλώσεών τους και τη δυσκολία ή την ανικανότητα του εργατικού κινήματος να διαχειριστεί τις υποθέσεις του. Οι εργάτες αναθέτουν την εξουσία τους στη γραφειοκρατία των συνδικάτων και το ίδιο συμβαίνει και στην Αμερική με την AFL-CIO. Φυσικά ο ρόλος των συνδικάτων μπορεί να είναι διφορούμενος, αλλά δε θα έπρεπε κανείς να εκπλαγεί σε περίπτωση που τα συνδικάτα αναλάβουν το ρόλο της καταστολής ή της καταπίεσης ή της παράκαμψης του κινήματος[5]. Αυτή ακριβώς είναι η κοινωνική τους λειτουργία.

MB: Πως βλέπετε ένα συνδικάτο σαν το SUD (Syndicat Unitaire Democratique) που βασίζεται εμφανώς στην αυτοδιεύθυνση (autogestion) και εμπνέεται από την ελευθεριακή πολιτική; Συγκεκριμένα, αμφισβήτησαν την περιοριστική γραφειοκρατία και το ρεφορμισμό των CGT, FO και, ειδικότερα, της CFDT (Confederacion Francaise Democratique des Travailleurs) και είδαν τις γραμμές τους να πυκνώνουν κατά εκατοντάδες, κατά τη διάρκεια και μετά τις απεργίες, κυρίως από τους σιδηροδρομικούς που αποφάσισαν να παρατήσουν τα παραδοσιακά συνδικάτα[6]. Πριν από δύο εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των εκλογών της SNCF (Societe Nationale des Chemins de Fer, η οποία είναι η δημόσια επιχείρηση του γαλλικού σιδηροδρόμου), το SUD εξέπληξε τους πάντες κερδίζοντας ποσοστά αντίστοιχα αυτών της FO και της CFDT. Παρατηρούμε, μήπως, μια ρήξη με τον παραδοσιακό συνδικαλισμό ή πιστεύετε ότι το SUD είναι, λόγω του ότι είναι συνδικάτο, πιθανόν να ξεπέσει τελικά στον παραδοσιακό ρόλο ενός γραφειοκρατικού διαμεσολαβητή μεταξύ των εργατών και του Κράτους;

ΚΚ: Είναι προφανές ότι η επιτυχία του SUD εκφράζει τη βαθιά απογοήτευση που νιώθουν οι εργάτες για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και, συγκεκριμένα, τη γραφειοκρατία της CFDT. Τώρα, όσο υιοθετούν την παραδοσιακή μορφή του συνδικαλισμού, πάντοτε κάποιος θα αναρωτιέται για το αν θα πέσουν στις ίδιες παγίδες που έπεσαν όλες οι ιστορικές απόπειρες για την αναβίωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Θυμηθείτε ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που έθετε ο κόσμος κατά τη διάρκεια του κινήματος ήταν ότι δεν ήθελαν ακόμη ένα συνδικάτο. Και μόλις το κίνημα τελείωσε, αρνήθηκαν να συγκροτήσουν συντονιστικές επιτροπές. Αυτό εκφράζει την αληθινή προβληματική της κατάστασης: αν συνεχίζουμε να λειτουργούμε ως συντονιστική επιτροπή, ή θα μετασχηματιστεί αυτή σε συνδικάτο και, έπειτα, το συνδικάτο θα μας δημιουργήσει πάλι τα ίδια προβλήματα, ή παραμένουμε μια συντονιστική επιτροπή, και απλά θα παρακμάσει (επειδή οι άνθρωποι δε θα συνεχίζουν να συγκεντρώνονται σε συναντήσεις σε όλη τη Γαλλία, ταξιδεύοντας 6 ή 12 ώρες στο δρόμο, αν δεν τους δένει πλέον κάτι σαν ένα πολιτικό κίνημα). Οπότε έχουμε πολλά ερωτήματα εδώ και πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση.

MB: Έχετε πάρει τις αποστάσεις σας από μια ενεργή πολιτική δέσμευση μετά τα γεγονότα του Μάη του 68’ κι έχετε, όλο και πιο πολύ, αφιερώσει το χρόνο σας στη θεωρητική δουλειά. Εξεπλάγην, λοιπόν, που άκουσα να λέτε πριν από ένα λεπτό ότι σκέφτεστε να ξεκινήσετε ένα περιοδικό. Ποιο είναι το κίνητρο πίσω από ένα τέτοιο νέο σχέδιο και πως θα το περιγράφατε;

ΚΚ: Το περιοδικό ή η εφημερίδα είναι ένα είδος πειράματος. Αν πετύχει, αυτό σημαίνει κάτι, σημαίνει ότι υπάρχει μια φωτιά που είναι ακόμη ζωντανή. Αν υπάρξει πολύ μικρή ανταπόκριση, αυτό επίσης θα είναι ένα σημάδι, αν και δε θα σημάνει καθαυτό ότι το σχέδιο θα σταματήσει.

MB: Ήταν η αναζωογόνηση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, κατά τη διάρκεια του κινήματος του τελευταίου χειμώνα, που σας ενέπνευσε να ξεκινήσετε αυτό το σχέδιο;

ΚΚ: Όχι, η ιδέα υπήρχε από πέρυσι την άνοιξη. Σκεφτόμενος πόσο καταθλιπτικά έχουν γίνει τα πράγματα, ο κόσμος έλεγε «Γιατί δεν κάνουμε κάτι;» και, ίσως, ήδη οσφραίνονταν τα γεγονότα του Νοέμβρη και του Δεκέμβρη που έπονταν.

MB: Μου φάνηκε ότι είχατε απομονωθεί εντελώς κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων (debates) του Δεκέμβρη που ονομάστηκαν «ο πόλεμος των διανοουμένων». Υπήρξαν δύο βασικά στρατόπεδα που αναγνωρίστηκαν κατά την περίοδο αυτή: από τη μια, οι φιλελεύθεροι που υπέγραψαν μια δήλωση που δημοσιεύθηκε στο Esprit υποστηρίζοντας κριτικά τις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ για την Κοινωνική Ασφάλιση (μια στάση που, ειρωνικά, κράτησε κι ο πρώην συνεργάτης σας στο SouB, ο Claude Lefort)[7], και, από την άλλη, αυτοί που βρίσκονταν κοντά στον Pierre Bourdieu, που υπέγραψαν μια δήλωση στη Le Monde που τοποθετούνταν ενάντια στη μεταρρύθμιση αλλά παρέμεναν μη-κριτικοί ως προς τα συνδικάτα και συνδύαζαν τον παλιομοδίτικο Μαρξισμό με έναν ασαφή ρεπουμπλικανισμό. Εσείς αρνηθήκατε να υπογράψετε και τις δύο δηλώσεις αλλά, την ίδια στιγμή, δεν υπήρχε «τρίτο στρατόπεδο» που να συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο. Ποιον περιμένετε τότε να συμμετέχει σε ένα τέτοιο σχέδιο από τους γνωστούς Γάλλους διανοούμενους του σήμερα;

ΚΚ: Το σχέδιο, προφανώς, δε θα ελκύει αυτούς που βρίσκονται γύρω από τον Bourdieu ή το Esprit. Όσο για τον Lefort, δεν έχω δουλέψει ξανά μαζί του από το 58’.

MB: Ωστόσο, αφού έφυγε ο Lefort από το SouB, συνεργαστήκατε πάλι μαζί στα τέλη του 70’.

ΚΚ: Μα, αυτό έγινε σε ένα εντελώς διανοητικό επίπεδο, επειδή τίποτε άλλο δεν μπορούσε να γίνει τότε! Εκδώσαμε δύο περιοδικά, όπως θα γνωρίζετε, το Textures και μετά το Libre, τα οποία ήταν πολύ θεωρητικά. Αυτά τα περιοδικά δεν είχαν καμιά σύνδεση με οποιαδήποτε πρακτική δραστηριότητα. Ήταν, βέβαια, ενάντια στο κατεστημένο αλλά αυτό είναι το περισσότερο που θα μπορούσε να ειπωθεί γι’ αυτά.

MB: Και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, αυτά τα περιοδικά έδωσαν όντως φωνή σε μια θεωρία της πολιτικής αυτονομίας και σε μια ελευθεριακή κριτική του Κράτους, που αντλούσε από το ανθρωπολογικό έργο του Pierre Clastres, ο οποίος ανήκε στην εκδοτική επιτροπή του Libre. Τώρα που ο Clastres πέθανε κι ο Lefort επιδοκιμάζει πλήρως την πολιτική του Κοινοβουλίου, υπάρχει ένα διανοητικό περιβάλλον ή έστω κάποιος διανοητικός χώρος, ο οποίος μπορεί να δεσμευθεί σε μια τέτοια θεωρητική περιπέτεια σήμερα;

ΚΚ: Ίσως υπάρχει, αλλά αυτό που έχουμε στο μυαλό μας δεν είναι καθόλου ένα θεωρητικό σχέδιο. Αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι η θεωρητική δουλειά αλλά η ικανότητα των διανοουμένων να βρίσκονται σε επαφή με αυτό που πραγματικά συμβαίνει σε ένα βαθύτερο επίπεδο της κοινωνίας, και αυτό είναι που θα προσπαθήσουμε να παλέψουμε.

MB: Υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές;

ΚΚ: Για μένα, ναι…υπάρχουν

MB: Επομένως δε βρίσκετε σοβαρό λόγο να ασκήσετε κριτική στις επικρίσεις του Habermas όσον αφορά την άμεση δημοκρατία, ή να δημιουργήσετε μια θεωρητική γέφυρα μεταξύ του δικού σας ιδανικού μιας δημοκρατικής πόλεως και της Arendt, αλλά θέλετε το περιοδικό να λειτουργεί αποκλειστικά ως ένα φόρουμ «της βάσης»;

ΚΚ: Δεν υπάρχει κάποιος που να ενδιαφέρεται για τις ιδέες του Habermas πάνω στη δημοκρατία. Πραγματικά, δεν υπάρχουν πρακτικά ζητήματα στη δική του πολιτική φιλοσοφία[8]. Με τη Hannah Arendt είναι διαφορετική η κατάσταση, και έχουμε πολύ κοινό έδαφος από αυτή την άποψη, αλλά γνωρίζετε ότι υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της δικής της σκέψης (εκείνη την εποχή) και εκείνων που πάντοτε έλεγε το SouB[9]. Ο αληθινός σκοπός του περιοδικού θα ήταν να αναφέρεται στις δυσκολίες που το ριζοσπαστικό κίνημα αντιμετωπίζει σήμερα και στο πως θα καλλιεργηθεί το έδαφος για την ανάπτυξη του[10]. Θέλουμε να απορρίψουμε τις προσεγγίσεις του Bourdieu και του Esprit και να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε προτάσεις που μπορούν να πετύχουν κάτι διαφορετικό. Το θέμα δεν είναι να δημιουργήσουμε μια νέα θεωρητική κατεύθυνση. Ίσως είμαι πολύ αλαζόνας, αλλά θα μπορούσα να κάνω μια θεωρητική μελέτη όποια στιγμή θελήσω. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι να προσπαθήσουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ όλων των εξελίξεων και των ιδεών που έχουμε επεξεργαστεί στα τελευταία 40 χρόνια, από τη μια, και της αίσθησης των ανθρώπων, από την άλλη, ότι όλα αυτά είναι πολύ μακρινά και άσχετα με τις υποθέσεις τους. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα.
* * *

Σχόλια: Το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» αποφάσισε να αναδημοσιεύσει αυτή τη συνέντευξη του Καστοριάδη, με μια νέα και καλύτερη επιμέλεια και κάποια συμπληρωματικά σχόλια, στις αρχές του 2006. Οι λόγοι της αναδημοσίευσης είναι αρκετοί. Σε αυτό το, φαινομενικά δευτερεύον, κείμενο του Καστοριάδη, μας ενδιαφέρει ότι ο εν λόγω πολιτικός στοχαστής τοποθετείται, μεταξύ άλλων, ρητά για συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα το 1995 στη Γαλλία, συγκεκριμένα τη δίμηνη απεργία του δημόσιου τομέα που ακολούθησε και μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού. Ο Καστοριάδης φανερώνει τη διαύγεια του πνεύματός του με τις κρίσιμες κριτικές που απευθύνει στο κίνημα, νιώθοντας βέβαια και ο ίδιος πως αποτελεί κομμάτι αυτού και όχι απλώς ως ένας «εξωτερικός επικριτής». Θέτει και πάλι, μετά από πολλά χρόνια είναι η αλήθεια, το ζήτημα της μορφής της οργάνωσης μιας απεργιακής κινητοποίησης. Επιβεβαιώνει το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά συνδικάτα, ακόμη και σε αυτά που έχουν μια ελευθεριακή πολιτική, και τονίζει πως τα ζητήματα μορφής του αγώνα, πχ το πώς θα επιλεγεί να υπάρξει συντονισμός σε εθνικό επίπεδο, είναι θέματα πρωτεύουσας σημασίας στα οποία δεν έχει υπάρξει απάντηση από το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Το αδιέξοδο του να δημιουργηθεί μετά την οποιαδήποτε και, βέβαια, επιθυμητή άγρια απεργία ένα συνδικάτο, που κατά πάσα πιθανότητα θα γραφειοκρατικοποιηθεί και ξεπέσει στην αντιπροσώπευση, ή μια συντονιστική επιτροπή, που θα έχει βραχύβια πορεία μιας και οι άνθρωποι θα κουραστούν – αργά ή γρήγορα – να την υποστηρίζουν με ενθουσιασμό, βάζει ξανά το ζήτημα ενός κινήματος που θα εισάγει άμεσα μια σειρά πολιτικών θεσμών. Όχι θεσμών πολιτικής πρωτοπορίας που θα καθοδηγεί το λαό, αλλά θεσμών ενός πολιτικού κινήματος που θα πρέπει να οργανώνεται, να θεσμίζει και να παραμένει οξύ στην κριτική του, δίπλα στα όποια κοινωνικά κινήματα και στο βαθμό που μένει διακριτό από αυτά τα τελευταία.

Ο συνδικαλισμός είναι κάτι παραπάνω, λοιπόν, από μια μορφή του αγώνα. Αποτελεί και μια απάντηση, απάντηση που πιθανόν να την έχει υπερβεί η ιστορία των κοινωνικών αγώνων. Το να λέει, από την άλλη, κάποιος/-α ότι τα συνδικάτα είναι ξεπερασμένα και να μην προτείνει και συμμετέχει στη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος, είναι σα να αφήνει τη λογική της πρωτοπορίας να επιβληθεί στους αγώνες. Γιατί εκεί όπου δε θα υπάρξει μια οργανωμένη αμεσοδημοκρατική αντιπρόταση, είναι εμφανές ότι οι καιροσκόποι θα αναλάβουν δράση για να καθοδηγήσουν, να διαστρεβλώσουν και να καναλιζάρουν τις όποιες διαθέσεις του κόσμου μετά από μια άγρια απεργία ή μια παράλυση του κρατικού μηχανισμού αρκετών μηνών, όπως έγινε για παράδειγμα και στην Αργεντινή πριν από πέντε χρόνια. Οι εξεγερμένες και οι εξεγερμένοι εκεί επέβαλαν γενικές συνελεύσεις, άμεση δημοκρατία και αυτό-οργάνωση για δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών ο κόσμος ξύλιαζε στο κρύο για ολόκληρα 24ωρα και καταπονούταν από την υπερπροσπάθεια να δοκιμάζει τους καινούργιους τρόπους διαχείρισης της καθημερινότητας. Όπως είχε πει σωστά ο Καστοριάδης σε άλλο κείμενό του, οι άνθρωποι που επιτελούν μια επανάσταση – παρά το θαυμάσιο ενθουσιασμό και αυτοθυσία που δείχνουν – είναι άνθρωποι που πρέπει να κοιμούνται και να τρώνε κάθε μέρα. Είναι κανονικοί άνθρωποι. Αν αυτό αγνοηθεί, είναι προφανές ότι οι καθημερινές πολύωρες γενικές συνελεύσεις στο κρύο και στην ορθοστασία, θα «ξεφουσκώσουν» το κίνημα. Οι 5,000 συμμετέχοντες, για παράδειγμα, μετά από έναν, δύο, τρεις μήνες θα γίνουν 1,000. Αντίθετα, τη στιγμή που το κίνημα βρίσκεται σε κορύφωση, θα έπρεπε να επιλέγεται η δημιουργία θεσμών, κοινωνικών ή πολιτικών, που θα μπορούσαν να επιβιώσουν και μετά το ξέσπασμα μιας εξέγερσης. Θεσμών που δε θα ζητούσαν μια τεράστια αυτοθυσία από όλους τους ανθρώπους αλλά μια μίνιμουμ στράτευση, βασισμένη στο συνεχές του ενδιαφέροντός τους για ρήξη. Αυτοί οι θεσμοί, βέβαια, είναι ζήτημα κοινωνικής δημιουργίας να υπάρξουν και όχι επιβολής. Ο ίδιος ο Καστοριάδης, όπως λέει στη συνέντευξη, σκεφτόταν να δημιουργήσεi μάλιστα ένα χρόνο μόλις πριν πεθάνει (1997) ένα πολιτικό περιοδικό που να θέτει αυτά τα ζητήματα όλο και πιο άμεσα. Και υποψιαζόμαστε ότι επ’ αφορμή των Ζαπατίστας, του κινήματος του Σιάτλ και των ανακατατάξεων στη Λατινική Αμερική, θα είχε πολλά να πει.

Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί και ο David Ames Curtis, ο Edgar Moren είχε ήδη προτείνει στον Καστοριάδη να επισκεφτούν και να συζητήσουν με μέλη του ζαπατίστικου κινήματος, κάτι το οποίο βρισκόταν υπό συζήτηση. Φαίνεται ότι ο «στοχαστής των φαντασιακών» μέχρι να πεθάνει, είχε διατηρήσει ακέραιο το ριζοσπαστισμό του λέγοντας πως πρέπει να επιλεγεί στη Γαλλία (και όχι μόνο εκεί) μια Τρίτη οδός ανάμεσα στους κομφορμιστές του Esprit και τους ρεφορμιστές της τάσης του Pierre Bourdieu. Φαίνεται ότι, φυσικά, ακόμη τον απασχολούσαν (και πως θα γινόταν διαφορετικά;) τα ζητήματα μορφής και περιεχομένου των κοινωνικών αγώνων. Όλο αυτό το ζήτημα έχει μεγάλη σχέση – πιστεύουμε – με το σήμερα. Αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει και εμάς – και με αφορμή τα νέα γεγονότα του γαλλικού Νοέμβρη του 2005 στα προάστια του Παρισιού – για το τι θέσεις παίρνουμε ως πολιτικά υποκείμενα, πότε θεοποιώντας τον αρχικό ενθουσιασμό μιας κοινωνικής εξέγερσης και παραβλέποντας το πολιτικό της περιεχόμενο και πότε αδιαφορώντας για το καθημερινό μας χρέος – ως υποκειμένων, ατομικών και συλλογικών – να συμμετάσχουμε στη διαδικασία της δημιουργίας ερωτημάτων στο ανοιχτό κοινωνικό γύρω από τη σημερινή κατεστημένη θέσμιση, γύρω από το σημερινό ακραιφνή ατομικισμό. ‘Ολα αυτά που γράψαμε ως τώρα αποσκοπούν στο να πουν ότι οι συνειδήσεις που χτίζονται στους δρόμους και στα μεγάλα κοινωνικά ξεσπάσματα δεν είναι αρκετές για να στηρίξουν ένα αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα μέχρι τέλους. Και νομίζουμε ότι οι γραμμές που γράφει ο Καστοριάδης βρίσκονται προς αυτή την κατεύθυνση. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι, αφενός, οι συνειδήσεις πρέπει να εξασφαλίσουμε να μη μας πεθάνουν στα χέρια, μόλις απομακρυνθούμε λιγάκι από το δρόμο… και ότι, αφετέρου, αν θέλουμε να μιλάμε για ένα κίνημα Αυτονομίας, κοινωνικής και ατομικής, αυτές οι συνειδήσεις πρέπει να έχουν μια ανάπτυξη και πέρα από το δρόμο: στο σπίτι, στη δουλειά, στο κρεβάτι και στις καθημερινές μας σχέσεις.

Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία

[1] “Les intellos entre l’ archaisme et la fuite”, συνέντευξη που παραχωρήθηκε στον Philippe Petit,στο L’ Evenement du Jeudi, το Δεκέμβρη του 1995, σελ. 32: «Αλλά είναι φανερό όταν κάποιος σκεφτεί τις αντιδράσεις των απεργών καθώς και τη συμπεριφορά της πλειοψηφίας του πληθυσμού, ότι στην καρδιά του αγώνα υπάρχει κάτι διαφορετικό: μια προφανής και γενικευμένη απόρριψη των πραγμάτων».

[2] Δες πχ τον Bernard Cassen “Quand la societe dit non”, Le Monde Diplomatique τον Ιανουάριο του 1996, σελ. 8: «Ποτέ, από το 1968 ως σήμερα, δεν έχει προκαλέσει ένα κίνημα… ένα τέτοιο κυνήγι νοήματος».

[3] Στις 15 Νοέμβρη 1995 – μια περίοδος όπου οι απεργίες και οι καταλήψεις των μαθητών, φανερά για βελτιωμένες συνθήκες εκπαίδευσης, κέρδιζαν έδαφος σε (παν)εθνικό επίπεδο – ο πρωθυπουργός Αλέν Ζιπέ έκανε μια σειρά προτάσεων για να μειώσει τα έξοδα από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για να ιδιωτικοποιήσει τα νοσοκομεία και την τηλεπικοινωνιακή εταιρία, και για να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης σε όλο το δημόσιο τομέα, εμπνέοντας το δημόσιο τομέα να συμμετάσχει στην εξέγερση των σπουδαστών».

[4] Αυτή η τελευταία πρόταση προστέθηκε στο τέλος από τον ίδιο τον Καστοριάδη κατά τη διόρθωση και απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης. [Σημείωση του Άγγλου Εκδότη-Μεταφραστή.]

[5] Για να εξηγήσουμε κάπως τι εννοούμε, προσέξτε τη δήλωση που ακολουθεί από έναν αντιπρόσωπο της FO (Force Ouvriere) που έγινε στη Le Monde στις 18 Δεκέμβρη του 1995: «Είμαι πεπεισμένος ότι οι διευθύνοντες τις συνομοσπονδίες της CGT και της FO ποτέ δε θέλησαν μια γενική απεργία. Ο Viannet και ο Blondel (πρόεδροι της CGT και της FO αντίστοιχα) τα κάνουν πάνω τους και μόνο με μια τέτοια ιδέα. Το κίνημα παραήταν αυθόρμητο, παραήταν αυτόνομο… έβαζαν τροχοπέδη στο να οργανώσουμε επιτροπές απεργών σε κάθε γειτονιά»

[6] Το SUD δημιουργήθηκε το 1988 με το ρητό στόχο να αμφισβητήσει τον κορπορατισμό του συνδικαλισμού και να αντισταθεί στην ιδιωτικοποίηση της γαλλικής κρατικής οικονομίας. Σύμφωνα με τη Le Monde (στις 6 Ιανουαρίου του 1996), «οι ιδρυτές του εμπνέονται από τον αναρχοσυνδικαλισμό των αρχών αυτού του αιώνα… ενός συνδικαλιστικού κινήματος που θα πετύχαινε το σχέδιο της κοινωνικής χειραφέτησης».

[7] Ενώ το ίδιο το κίνημα προχωρούσε, ο Lefort εξέφρασε το θαυμασμό του για τη Nicole Notat (την πρόεδρο της CFDT που υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις του Ζιπέ, καταφέρνοντας μια διάσπαση στο ίδιο της το συνδικάτο) στο άρθρο του «Les dogmes sont finis» στη Le Monde της 4ης Ιανουαρίου του 1996.

[8] Η σχέση μεταξύ της σκέψης του Καστοριάδη και αυτής του Habermas έχει υπάρξει το αντικείμενο ενός μεγάλου αριθμού μελετών από το 1985, οπότε και ο Habermas έγραψε για τον Καστοριάδη ένα κείμενο, που μεταφράστηκε ως «Excursus on Cornelius Castoriadis: the imaginary institution» και δημοσιεύθηκε μέσα στο «The Philosophical Discourse on Modernity: 12 Lectures», μτφ Frederick Lawrence (Cambridge, MA: MIT PRESS, 1987), σελ. 327-335 και 419nn 1-3. Βλέπε επίσης: 318-326. Για τις διαφορές μεταξύ της αντίληψης του Καστοριάδη για τη δημοκρατία και αυτής του Habermas, δες το κείμενο του Κωνσταντίνου Καβουλάκου «Η σχέση Ρεαλισμού-Ουτοπισμού στις θεωρίες περί δημοκρατίας του Jurgen Habermas και του Κορνηλίου Καστοριάδη», Κοινωνία και Φύση, 2:3 (1994): 69-97 και του Andreas Kalyvas «The Politics of Autonomy and the Challenge of Deliberation: Castoriadis contra Habermas» στο Thesis Eleven (64) του Φεβρουάριου του 2001: 1-19. Ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στην ανάλυση του Habermas για τη δημοκρατία στο «Η Δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα» στο Κοινωνία και Φύση, τεύχος , σελ.19-39.

[9] Η ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική του Καστοριάδη και η σύνδεσή της με τον πολιτικό Ελληνισμό της Hannah Arendt υπήρξε ένα θέμα που μελετήθηκε από το αυστραλιανό περιοδικό Thesis Eleven. Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του «ρομαντικού ελληνισμού» που λέγεται ότι βρίσκεται στη βάση της σκέψης του Καστοριάδη, βλέπε το κείμενο του Peter Murphy «Romantic Modernism and the Greek Polis» στο τεύχος 34 του Thesis Eleven (1993): 42-66. Για μια συγκριτική ανάλυση της Hannah Arendt και του Κορνηλίου Καστοριάδη, κάποιος μπορεί να συμβουλευτεί το «The Greek Polis and the Democratic Imaginary» του Gillian Robinson στο τεύχος 40 του Thesis Eleven (1995): 25-43. Ο Καστοριάδης ασκεί κριτική στην Arendt το 1989 στη συνέντευξή του «Η ιδέα της επανάστασης», η οποία εκδόθηκε στα ελληνικά το 1992 από τις εκδόσεις Ύψιλον και ενσωματώθηκε στο βιβλίο «Ο Θρυμματισμένος Κόσμος» (σελ. 125-142), και το 1992 στη διάλεξή του «Αθηναϊκή Δημοκρατία: Βάσιμα και Αβάσιμα Ερωτήματα», η οποία εκδόθηκε το 2000 και πάλι από τις εκδόσεις Ύψιλον και ενσωματώθηκε στο βιβλίο «Η Άνοδος της Ασημαντότητας» (σελ. 225-239).

[10] Ο Καστοριάδης πέθανε στις 27 Δεκεμβρίου του 1997 προτού αναπτύξει την ιδέα «ενός περιοδικού ή μιας εφημερίδας» περαιτέρω.

Κορνήλιος Καστοριάδης

[ Φεβρουάριος / 2006]

ΜΙΑ ΑΝΟΔΟΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ;

Μια συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στο Drunken Boat

Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

3 τρόποι να αντιμετώπισετε την ανθρώπινη κακία --Από την Ευτυχία Φράγκου--healingeffect.gr , awakengr.com--Αφύπνιση Συνείδησης



3 τρόποι να αντιμετώπισετε την ανθρώπινη κακία


Posted on 16/06/2017


ντιμετώπισε την ανθρώπινη κακία με σθένος.
Άνθρωποι κακοί, μικρόψυχοι, μοχθηροί, ψεύτες, συκόφάντες, αγνώμονες… Αυτούς τους ανθρώπους θα τους συναντήσεις και εσύ σε αυτή τη ζωή. Και θα κληθείς μέσα από αυτή τη «συνάντηση» να επιβιώσεις αλλά κυρίως να αξιοποίησεις το σπουδαίο μάθημα της ζωής που θα πάρεις.
Από την Ευτυχία Φράγκου
“Δεν αγοράζεις όλα τα ρούχα από ένα μαγαζί. Διαλέγεις αργά και προσεχτικά, ρωτώντας για την τιμή του κάθε αντικειμένου προτού το αγοράσεις. Με τον ίδιο τρόπο διαλέγεις και τους φίλους σου, με το να παρατηρείς τις ζωές τους προσεχτικά, πριν επιλέξεις την συντροφιά τους, αφήνοντας πίσω όλους αυτούς με τους οποίους δεν ταιριάζεις..” ― Michael Bassey Johnson
Όσο θα μεγαλώνεις και θα νομίζεις πως τα έχεις δει όλα (ή σχεδόν) όλα, η ζωή θα έρχεται για να σε διαψεύσει στέλνοντας σου εμπειρίες και μαθήματα που (και αυτά) θα αποτελέσουν την βασική πρώτη ύλη της συναισθηματικής ενηλικίωσης σου.
Κάθε μία από εμάς, έχει βιώσει με διαφορετικό τρόπο και με ποικίλες μορφές εκφάνσεις ζήλιας, μοχθηρίας και κακίας. Και ίσως προσπαθείς και εσύ όπως και οι περισσότερες να βρεις την αίτια, το λόγο μιας αδικαιολόγητης πισώπλατης μαχαιριάς, ενώ πασχίζεις να επουλώσεις ταυτόχρονα τις πληγές σου.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άνθρωποι:


-Αυτοί που δεν σέβονται ιδιαιτερότητες και τα όρια του κάθε ανθρώπου, παραβιάζοντάς τα συνέχεια.


-Αυτοί που δεν σέβονται εσένα, την οικογένεια και τους ανθρώπους της ζωής σου.


-Όλοι αυτοί που επανειλημμένα έχουν δείξει πως δεν χαίρονται με τη χαρά σου, και δεν μπορούν να νιώσουν λύπη με τη θλίψη σου.


-Άνθρωποι που δεν έχουν ηθικούς φραγμούς και όρια.


-Όλοι εκείνοι που θα θυσίαζαν αξίες, ιδέες, σχέσεις, ανθρώπους απλά και μόνο για να πετύχουν το σκοπό τους.


-Όσοι κουτσομπολεύουν συνεχώς εσένα και τη ζωή σου στα λάθος άτομα.


-Εκείνοι που κρίνουν, κριτικάρουν και υπονομεύουν τους υπολοίπους για τα πάντα.


-Όσοι σε κακοποιούν λεκτικά, συναισθηματικά ή σωματικά.


-Οι εκμεταλλευτές.


-Οι ψεύτες και οι μυθομανείς.


-Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που η συναναστροφή και μόνο μαζί τους σε αρρωσταίνει προκαλώντας σου ακόμα και ψυχοσωματικά προβλήματα.Α. Πώς να αντιμετωπίσεις την κακία ξεκινώντας από το να προστατεύσεις τον εαυτό σου


Να θυμάσαι πως εσύ και μόνο εσύ ελέγχεις την αντίδραση που θα έχεις απέναντι στην κακία και στη μοχθηρία των ανθρώπων. Μπορεί να μην μπορείς να ελέγξεις πολλές από τις συνθήκες και πολλά από τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή σου, αλλά με εξάσκηση μπορείς να μάθεις πως να αντιδράς στις αρνητικές προ(σ)κλήσεις των ανθρώπων…

Ούτε η θερμόαιμη αντίδραση υπ’ ατμόν ούτε και η στωική υπομονετική και παθητική στάση θα σε οδηγήσουν στη λύτρωση από αυτούς τους ανθρώπους.


Η σπουδαία ερευνήτρια Brene Brown στο εξαιρετικό της βιβλίο Daring Greatly, προτείνει μια ευφυής αντίδραση όταν κάποιος είναι διαρκώς μοχθηρός απέναντι σου. Πριν επιτεθείς, άσε τον εαυτό σου να νιώσει τι του συμβαίνει. Πάρε βαθιές ανάσες. Σκέψου πως πολύ σύντομα θα το ξεπεράσεις. Πολύ συχνά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε πως μας πλήγωσε η ανθρώπινη κακία ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Για να ελευθερωθείς από τον πόνο πρέπει πρώτα να τον έχεις βιώσει. Μην ξεχνάς πως είναι απόλυτα φυσιολογικό να αισθανθείς προδομένη, θυμωμένη, απογοητευμένη.


Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπίσεις την ανθρώπινη κακία είναι η ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ειδικά αν έχεις δοκιμάσει όλους τους τρόπους προσέγγισης. Μετά την ΑΠΟΣΤΑΣΗ, προσπάθησε να νιώσεις ΟΙΚΤΟ (γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς πως πίσω από τόσο προβληματικούς ανθρώπους κρύβεται μεγάλη κακία και μεγάλος πόνος), και μετά ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥ και απεγκλωβίσου. Πέτα μακριά από την μικρότητα των ανθρώπων και μην την αφήνεις να σε αγγίζει.
Β. Πώς να αντιμετωπίσεις την κακία αλλά και τον άνθρωπο από τον οποίο προκύπτει.
Ελάττωσε το χρόνο μαζί τους


Προσπάθησε εάν είναι δυνατόν να τους βγάλεις τελείως από τη ζωή σου. Αν δεν γίνεται τότε κράτα τις επαφές και τις συζητήσεις μεταξύ σας σε τυπικό επίπεδο.
Συμβιβάσου με το πραγματικό πρόσωπο της κακίας


Αφού θα έχεις περάσει το πρώτο στάδιο της συνειδητοποίησης και του πόνου αντιμετώπισε και συμβιβάσου με την ιδέα ότι ΝΑΙ! Υπάρχει πολύ κακία εκεί έξω και πως και αυτή είναι κομμάτι αυτής της ζωής. Δες πίσω από το πρόσωπο τους (Πίσω από τις εκδηλώσεις κακίας βρίσκονται άνθρωποι “μικροί”, πληγωμένοι, φοβισμένοι, μικρόψυχοι και χαιρέκακοι).
Μην έχεις απατηλές προσδοκίες ότι μια μέρα αυτό το πρόσωπο θα γίνει αυτό που περιμένεις


Το κάνεις μάλλον και εσύ όπως το έχω παρατηρήσει στις περισσότερες. Πιστεύεις, ελπίζεις, εύχεσαι το πρόσωπο να αλλάξει και ματαιοπονείς πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα καταλάβει το μέγεθος της ανήθικης συμπεριφοράς του. Το να απαλλαγείς από μεγάλες προσδοκίες που δεν πρόκειται να επιβεβαιωθούν ποτέ, είναι κυριολεκτικά η μεγαλύτερη απελευθέρωση.
Μην προσπαθείς επανειλημμένως να τους εξηγήσεις την δική σου οπτική και να βελτιώσεις τα πράγματα


Αν έχεις ήδη προσπαθήσει, σταμάτα. Έτσι απλά. Ένας άνθρωπος που δεν θέλει να καταλάβει δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ.
Μην προσπαθείς να βρεις το λόγο της κακίας


Μην μπεις σε αυτή τη διαδικασία. Οι άνθρωποι που έχουν διαφορετικό ηθικό σύστημα αξιών από εσένα, έχουν και διαφορετικά ορμητήρια που τους ωθούν σε συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Αναζήτα και στρέψου στην αγκαλιά όλων αυτών που σε αγαπάνε.


Στρέψου στους ανθρώπους της ζωής σου… Η αγάπη (ευτυχώς) νικάει. Και όχι μόνο στα παραμύθια.
Πηγή: shape.gr
healingeffect.gr , awakengr.com
Image: The art of Cole Ott | imgur

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Φτιάξτε Επιθέματα Πελμάτων για την Αποτοξίνωση του Οργανισμού-- HippieTeepee.gr--


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Φτιάξτε Επιθέματα Πελμάτων για την Αποτοξίνωση του Οργανισμού

Τα επιθέματα πελμάτων για την αποτοξίνωση του οργανισμού, χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Αντίστοιχα με τον βελονισμό, ο οποίος έχει θετική επίδραση στα ενεργειακά συστήματα του οργανισμού, η χρήση επιθεμάτων στα πέλματα μπορεί να βελτιώσει το αυτόνομο νευρικό σύστημα του σώματος.

Σύμφωνα με τον Δρ Dietrich Klinghardt της Αμερικανικής Ακαδημίας Neural Therapy:

«Η κύρια επίδραση που έχουν τα επιθέματα πελμάτων έγκειται στη διέγερση των μεσημβρινών του ήπαρ και των νεφρών. Αυτό αυξάνει το μεταβολικό ρυθμό με τον οποίο τα κύτταρα του ήπατος και των νεφρών αποτοξινώνουν το αίμα και καθαρίζουν το σώμα.”

Ουσιαστικά, τα επιθέματα πελμάτων για την αποτοξίνωση του σώματος, βασίζονται στη ρεφλεξολογία, η οποία είναι μια αρχαία θεραπευτική τέχνη που χρησιμοποιεί αντανακλαστικά σημεία στο κάτω μέρος των ποδιών και στις παλάμες για να ενεργοποιήσει όργανα και συστήματα σε όλο το σώμα.

Η τοποθέτηση επιθεμάτων αποτοξίνωσης σε αυτά τα αντανακλαστικά σημεία, θα σας βοηθήσει να ενεργοποιήσετε, να τονώσετε και να αποτοξινώσετε το σώμα σας. μέσω GlobalHealingCenter
Γιατί τα Επιθέματα Αποτοξίνωσης φοριούνται στα Πέλματα;


Τα επιθέματα αποτοξίνωσης φοριούνται στα πέλματα για διάφορους λόγους. Τα πόδια θεωρούνται στην Ανατολική Ιατρική η «δεύτερη καρδιά», αφού σύμφωνα με τη ρεφλεξολογία, συμβάλλουν στην κυκλοφορία του αίματος και της λέμφου στο σώμα.

Η καθιστική ζωή που κυριαρχεί στις μέρες μας παρεμποδίζει τη διαδικασία της κυκλοφορίας του αίματος και το αίμα τείνει να συσσωρεύεται γύρω από τα πόδια, τους αστραγάλους. μέσω PurifyYourBody

Στην πραγματικότητα, όταν καθόμαστε σε μια καρέκλα μειώνετε τη ροή του αίματος στο κάτω μέρος του σώματος κατά 50%.
Φτιάξτε Επιθέματα Πελμάτων aια Αποτοξίνωση

Αυτά τα επιθέματα πελμάτων μπορούν να γίνουν εύκολα και γρήγορα. Πολλά από τα συστατικά τους μπορεί να υπάρχουν ήδη στο σπίτι σας.

Συστατικά:
Μια κουταλιά της σούπας ψιλοκομμένο σκόρδο
Μια κουταλιά της σούπας ψιλοκομμένο κρεμμύδι
Βιολογικό μηλόξυδο
Κάλτσεςa
Αυτοκόλλητες γάζες
Ένα μικρόκατσαρολάκι

Οδηγίες
Ρίξτε στο κατσαρολάκι ¼ φλιτζάνι βιολογικό μηλόξυδο μέχρι να βράσει.
Προσθέστε το κρεμμύδι και το σκόρδο και ανακατέψτε για για 10 λεπτά.
Στη συνέχεια αφαιρέστε το από τη φωτιά και αφήστε το να κρυώσει για περίπου 20 λεπτά.
Μουσκέψτε τις γάζες με το διάλυμα, προσεκτικά.
Στύψτε τα ελαφρώς, ώστε να μη στάζουν αλλά προσέξτε να μη βρέξετε την κόλλα.
Εφαρμόστε τα επιθέματα γάζας στο κέντρο του πέλματος των ποδιών σας.
Βάλτε κάλτσες σας.
Πηγαίνετε για ύπνο.a
Αφαιρέστε τα επιθέματα το πρωί.

Τα επιθέματα αποτοξίνωσης έχουν τις εξής ιδιότητες:

Αποτοξινώνουν το Σώμα.
Ενισχύουν το Ανοσοποιητικό.
Ανακουφίζουν από τους Πόνους.
Βοηθούν στην Αντιμετώπιση Αρθρίτιδων και Ρευματισμών
Βελτιώνουν το Κυκλοφορικό
Βοηθούν στις Αϋπνίες

Ανακουφίζουν από τους Πονοκεφάλους

Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

Κορνήλιος Καστοριάδης – Ο άνθρωπος και οι ιδέες του---Αντικλείδι--Τον Δεκέμβριο του 1984,--(της ΕΤ 1)--Έρευνα-συνέντευξη, Τέτα Παπαδοπούλου.

Ή θεωρεί κανείς σημείο αφετηρίας τον Επιτάφιο του Περικλή ή είναι με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ή θεωρούμε την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία πρότυπο και σπέρμα ή είμαστε με τη βυζαντινή θεοκρατία. Όμως τα δύο μαζί δεν συμβιβάζονται.

Κορνήλιος Καστοριάδης – Ο άνθρωπος και οι ιδέες του
Αντικλείδι
Τον Δεκέμβριο του 1984, ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρουσιαζόταν πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση, στην εκπομπή παρασκήνιο. Από την εκπομπή αυτή, η οποία προκάλεσε συζητήσεις και σχόλια στον Τύπο για αρκετές ημέρες, δημοσιεύεται εδώ η συνέντευξη του Κ.Κ. με πολύ μικρές συντομεύσεις και ελάχιστες προσθήκες από το αμοντάριστο υλικό.
Αρχίζοντας, θα ήθελα να σας ζητήσω να κάνετε μία σύνοψη αυτοβιογραφικών σας στοιχείων.
Κορνήλιος Καστοριάδης. Εντάξει. Θα αρχίσω με μια χρονολογία, αν και οι χρονολογίες δεν ενδιαφέρουν πολύ. Γεννήθηκα το 1922 στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια ήρθε στην Αθήνα έναν μήνα πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα σημαντικά γεγονότα ήταν οι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στη ζωή μου. Οι γονείς φυσικά.

Ο πατέρας μου: λάτρης της μόρφωσης άθεος, βολταιρικός, φανατικός αντιβασιλικός. Η μητέρα μου: ιδιαίτερα καλλιεργημένη γυναίκα, αγαπούσε με πάθος τη μουσική. Μετά, μια τύχη στο Γυμνάσιο. Κάθε χρόνο όλο και κάπου υπήρχε τουλάχιστον ένας καθηγητής που άξιζε, που διήγειρε, που δημιουργούσε ενδιαφέρον.

Επίσης, ένας δύο συμμαθητές που ανάμεσα μας αναπτυσσόταν μια βαθιά φιλία και συνεννόηση .Τελείωσα το Γυμνάσιο σε ηλικία δέκα πέντε ετών. Γενικά ήμουν ένα πρώιμο, ένα γελοία πρώιμο παιδί. Το λέω αυτό, γιατί, αν και μπορεί να φανεί απίστευτο ,το πρώτο ενδιαφέρον μου για τη φιλοσοφία άρχισε όταν ήμουν έντεκα δώδεκα ετών. Τότε, πρώτη φορά διάβασα φιλοσοφικά κείμενα και, πολύ γρήγορα, οδηγήθηκα στον μαρξισμό. Θυμάμαι το μικρό βιβλιοπωλείο, σε μια στοά της οδού Σταδίου, που πωλούσε μαρξιστικά και κομμουνιστικά βιβλία. Θυμάμαι ότι αγόραζα κρυφά από τους γονείς μου, τον Ριζοσπάστη, τους Νέους Πρωτοπόρους, τη Μαρξιστική Βιβλιοθήκη.

Πρέπει να πω, ότι σε μικρή ηλικία με διέκρινε ήδη μία διπλή πόλωση. Από τη μια μεριά, είχα μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Από την άλλη, είχα επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική δράση και την κοινωνική μεταβολή. Αυτή η διπλή πόλωση ήταν καθοριστικό στοιχείο στην όλη μετέπειτα εξέλιξη μου.

Και σήμερα, κατά κάποιον τρόπο, έτσι είμαι. Με ενδιαφέρει βασικά η σκέψη, αλλά επίσης με ενδιαφέρει η τύχη της κοινωνίας και η προσπάθεια για μια κοινωνία πιο ελεύθερη και πιο δίκαιη. Από τους ανθρώπους που γνώρισα, εκείνος που μου έδωσε την εικόνα ενός πολιτικού, ο οποίος σκέπτεται χωρίς φόβο και αυτοπεριορισμούς, ήταν οπωσδήποτε ο Σπύρος Στίνας. Τον συνάντησα πρώτη φορά το 1943, όταν ξέκοψα τελείως κάθε σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα και έπαψα να έχω οποιαδήποτε ιδέα για δυνατή αναμόρφωση του. Τότε, λοιπόν, το 1943, μπήκα στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα. Πραγματικά, αυτός ο άνθρωπος ήταν για μένα ένα πρότυπο αγωνιστή· ένας αγωνιστής χωρίς πολιτικά ταμπού.

Δύο χρόνια αργότερα, στο τέλος τον 1945, φύγατε από την Ελλάδα για τη Γαλλία.

Κ.Κ.: Ναι, έφυγα μαζί με άλλους διακόσιους νέους ,τον Δεκέμβριο του 1945, με ένα αυστραλιανό ή νεοζηλανδικό καράβι που το έλεγαν Ματαρόα. Έφυγα για το Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης και, ουσιαστικά, από τότε είμαι εγκατεστημένος εκεί, εκτός από το καλοκαίρι. Τα καλοκαίρια έρχομαι στην Ελλάδα, συνήθως δεν ταξιδεύω αλλού .Φθάνοντας στο Παρίσι συνέχισα τη διανοητική δουλειά και την πολιτική δράση. Σκοπός μου ήταν να κάνω ένα διδακτορικό φιλοσοφίας, το οποίο άρχισα να δουλεύω, αλλά τελικά δεν το ολοκλήρωσα, όμως συνέχισα να το δουλεύω. Ακόμη και σήμερα, κατά κάποιον τρόπο, συνεχίζω να το δουλεύω. Παράλληλα, εντάχθηκα αμέσως στο τροτσκιστικό κόμμα (EC.L).

Όμως φεύγοντας από την Ελλάδα είχα ήδη διαμορφώσει τις ιδέες για την κριτική της γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ρωσίας. ‘Έτσι, σύντομα, διαμόρφωσα μαζί με άλλους συντρόφους μιαν τάση μέσα στο τροτσκιστικό κόμμα, από το οποίο τελικά αποχωρήσαμε το 1948-Αμέσως, στις αρχές του 1949, δημιουργήσαμε την ομάδα και το περιοδικό Socialisme ou Barbarie /Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Το πρώτο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1949 και το τελευταίο το καλοκαίρι του 1965. Έναν χρόνο αργότερα, τέλη του 1966, αποφασίσαμε να διαλύσουμε και την ομάδα .Γιατί; Διότι θεωρούσαμε -μεταξύ και διαφόρων άλλων λόγων-, ότι η ομάδα δεν είχε επιρροή και ότι οι αναγνώστες του περιοδικού ήταν παθητικοί καταναλωτές των ιδεών του. Κι όμως. Έναν χρόνο μετά, ήρθε ο Μάης του ’68. Ο Μάης έδειξε άλλα πράγματα. Έδειξε ότι η ιδέα μας πως το κοινό του περιοδικού ήταν απλώς παθητικοί καταναλωτές δεν ήταν σωστή. Ο Μάης έδειξε ότι οι ιδέες του περιοδικού –ασφαλώς με υπόγειο τρόπο και παρά τη μικρή του κυκλοφορία-είχαν σημαντική διάδοση και επίδραση.

Μπορεί να πει κανείς ότι το περιοδικό έπαιξε έναν μεγάλο ρόλο σ’ όλο το κίνημα του Μάη του ’68.

Το 1949, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα γράφατε: «είμαστε η ζωντανή συνέχεια τον μαρξισμού» …«εμείς και μόνον εμείς μπορούμε να δώσουμε συστηματικά απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα του επαναστατικού κινήματος». Από τότε πέρασαν ορισμένες δεκαετίες. Τι σκέφτεστε σήμερα ακούγοντας αυτές τις φράσεις;

Κ.Κ.: Φυσικά, αυτές οι φράσεις ακούγονται ιστορικά Δηλαδή θέλω να πω ότι όχι μόνον δεν αρνούμαι την ιστορία μου και την εξέλιξη μου, αλλά θεωρώ ότι εάν δεν είχα περάσει από τον μαρξισμό, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι, δεν θα μπορούσα να είχα σκεφτεί μετά, αυτά που σκέφτηκα.

Είπατε, εάν δεν είχα περάσει από τον μαρξισμό; στοιχείο. Ποιο είναι

Κ.Κ.: Ναι, το 1949 και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και εγώ ο ίδιος θεωρούσαμε τους εαυτούς μας μαρξιστές.

Εσείς έως πότε;

Κ.Κ.: Από το 1964 το έχω γράψει ότι «σήμερα το δίλημμα είναι να εξακολουθήσεις να είσαι μαρξιστής ή να είσαι επαναστάτης, αλλά και τα δύο μαζί δεν συμβιβάζονται». Ο μαρξισμός έχει γίνει το νεκρό σώμα μιας ψευδοθεωρίας, η οποία κοινωνικά και ιστορικά λειτουργεί μόνο σαν ιδεολογία… Μια ιδεολογία για τη νομιμοποίηση καθεστώτων εκμετάλλευσης και τρομοκρατίας(όπως αυτά στις ανατολικές χώρες) ή για την αναρρίχηση στην εξουσία ομάδων, οργανώσεων κομμάτων (σε υπανάπτυκτες χώρες).

Παρ’ όλα αυτά, ο μαρξισμός παραμένει, εδώ και έναν αιώνα στη σκηνή της Ιστορίας. Γιατί;

Κ.Κ.: Υπάρχουν πολλά ζητήματα. Πρώτα-πρώτα, ο ίδιος ο Μαρξ. Φυσικά, ο Μαρξ είναι μεγάλος διανοητής .Όμως είναι αντιφατικός, αντινομικός διανοητής.Από τη μια μεριά, προσφέρει οπωσδήποτε ένα επαναστατικό στοιχείο στη σκέψη της κοινωνίας και της Ιστορίας. Από την άλλη, μένει δέσμιος των ιδεών και των κατηγοριών του κόσμου μέσα στον οποίο έζησε -κυρίως, του καπιταλιστικού κόσμου- και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει σε ό,τι αργότερα θα ονομαστεί ((εκφυλισμός του οργανωμένου εργατικού κινήματος», είτε της Δευτέρας είτε της Τρίτης Διεθνούς.

Είπατε ότι ο Μαρξ προσφέρει ένα επαναστατικό αυτό;

Κ.Κ.: Το επαναστατικό στοιχείο του Μαρξ είναι η περίφημη Ενδέκατη Θέση για τον Φόυερμπαχ: ((έως τώρα οι φιλόσοφοι προσπάθησαν μόνον να ερμηνεύσουν τον κόσμο, όμως το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».Στη φράση αυτή μπορεί κανείς να κάνει κριτική, μπορεί κανείς να γράψει ακόμη και ένα βιβλίο. Ωστόσο, η φράση λέει ό,τι θέλει να πει. Δηλαδή λέει πως το ουσιαστικό πρόβλημα δεν είναι να σωρεύουμε ερμηνείες επί ερμηνειών του κόσμου, αλλά να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την πραγματική μας κατάσταση.

Σήμερα πια ο μαρξισμός είναι ένα εργαλείο τελείως ξεπερασμένο;

Κ.Κ.: Σήμερα ο μαρξισμός -ο «υπαρκτός μαρξισμός» όπως και ο ((υπαρκτός σοσιαλισμός»- είναι ένα εργαλείο για τη συντήρηση του ρωσικού καθεστώτος ή για την επέκταση του ή για την εγκατάσταση αλλού καθεστώτων τέτοιου τύπου.

Και όπου ο μαρξισμός δεν είναι κρατικό δόγμα;

Κ.Κ.: ‘Οπου δεν είναι κρατικό δόγμα, παραμένει μικρή((αίρεση» και «σέχτα». Δηλαδή παραμένει υπόθεση δέκα, δεκαπέντε, είκοσι ανθρώπων -μιας μικρής ομάδας-, που νομίζουν ότι αυτοί είναι οι μόνοι πραγματικοί, σωστοί, ορθόδοξοι μαρξιστές…

Αυτό που νομίζατε και εσείς και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα το 1949… Δεν είναι έτσι,;

Κ.Κ.: Ασφαλώς. Από μιαν άποψη είναι έτσι. Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω αμέσως τι εννοώ Τα κείμενα που έχουν γράψει όλες αυτές οι διάφορες μαρξιστικές «σέχτες» και «αιρέσεις» είναι μηδαμινά.ΤΙ θέλω να πω; Είναι μηδαμινά όχι μόνον από την άποψη της πρακτικής αλλά και των ιδεών. Είναι δηλαδή μηδαμινά από την άποψη της διαύγασης της εποχής και της κοινωνίας. Οι τροτσκιστές, για παράδειγμα, εξακολούθησαν να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια (εκείνα που έλεγαν το 1938 κ.λπ.).Αυτό που έκανε η ομάδα και το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και, εάν μου επιτρέπετε, αυτό που προσωπικά κατέθεσα, άλλαξε κάτι στην υπάρχουσα κατάσταση. Δηλαδή προσέφερε στοιχεία για μια διαφορετική κατανόηση του κόσμου στον οποίο ζούμε,για μια διαφορετική κατανόηση των σκοπών και του τρόπου μιας κοινωνικής αλλαγής.

Θα θέλατε να επεκταθείτε;

Κ.Κ.: Νομίζω ότι με τα κείμενα μας στο περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, προσφέραμε μιαν εντελώς διαφορετική κατανόηση του προβλήματος της γραφειοκρατίας και του προβλήματος του μοντέρνου καπιταλισμού. Ήμασταν οι μόνοι, ίσως ήμουν ο μόνος, που από το 1959-60 είπαμε και είπα, ότι το πρόβλημα στις σύγχρονες δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες δεν είναι το “οικονομικό” δεν είναι η σχετική ή απόλυτη απαθλίωση του προλεταριάτου. Ήμασταν πράγματι οι μόνοι που είπαμε ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού, είναι πρόβλημα ελευθερίας και περιγράφεται περίπου ως εξής: κατά πόσον οι άνθρωποι -στις σύγχρονες δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες- είναι ελεύθεροι στην παραγωγή, στην καθημερινή ζωή, στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, κ.λπ.

Θεωρώ ότι με τα κείμενα και τις αναλύσεις μας προσφέραμε μια βασική αναθεώρηση όσον αφορά τους σκοπούς της δράσης, η οποία θέλει μιαν πραγματική κοινωνική αλλαγή. Κάναμε επίσης μια σημαντική κριτική ως προς τη σχέση των οργανωμένων επαναστατών και εκείνων που θέλουν να δράσουν οργανωμένα με τον κόσμο, με τον λαό. Την κριτική αυτή την είχαν ξεκινήσει άλλοι -χωρίς αμφιβολία η Ρόζα Λούξεμπουργκ-, όμως εμείς νομίζω ότι την οδηγήσαμε πολύ πιο μακριά.

Πέραν από όσα προσέφερε το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ως συλλογικό όργανο μιας πολιτικήςομάδας, πώς θα ορίζατε ειδικότερα τη δική σας προσωπική συμβολή; Εξ άλλου, υπήρξατε ο εμψυχωτής της ομάδας και ο συγγραφέας των κειμένων βασικού προσανατολισμού του περιοδικού.

Κ.Κ.: Πιστεύω ότι προσέφερα μιαν καινούργια κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας και της ανθρώπινης ιστορίας ως δημιουργίας και όχι ως υποκείμενης σε αδήριτους ιστορικούς νόμους. Όπως ξέρετε οι αδήριτοι ιστορικοί νόμοι ήταν ιδέα του Μαρξ. Η ιδέα αυτή εκφράζει στον Μαρξ ακριβώς την επιβίωση του

καπιταλιστικού στοιχείου (και όλου αυτού του θεωρητικοκεντρικού-σπεκουλαριστικού στοιχείου), στο οποίο ο Μαρξ έκανε κριτική πλην όμως δεν μπόρεσε, κατ’ ουσίαν, ποτέ, πραγματικά να ξεπεράσει.

Τι σημαίνει ακριβώς η αυτονομία; Σας ρωτώ δεδομένου art η λέξη αυτονομία, ή ορθότερα ο όρος αυτός, βρίσκεται στο κέντρο τον έργον και της σκέψης σας.

Κ.Κ.: Ναι, έτσι είναι. Θα πω αμέσως πώς εννοώ την αυτονομία και όποιος θέλει συμφωνεί, όποιος δεν θέλει ας τραβήξει το ρεβόλβερ του…Από την αρχή της δουλειάς μου, από το 1949, η λέξη αυτονομία έχει κεντρικό ρόλο σε ό,τι έχω γράψει- αυτονομία ατομική και αυτονομία κοινωνική. Αμέσως βέβαια προκύπτει ένα πρόβλημα. Έως πού πάει η ατομική αυτονομία σε σχέση με τους κοινωνικούς κανόνες και, επίσης, τι σημαίνει κοινωνική αυτονομία;

Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η ατομική αυτονομία με την ύπαρξη κοινωνικών νόμων καθώς και με την ύπαρξη μιας εξουσίας; Διότι σε μιαν πραγματική δημοκρατία-άμεση δημοκρατία- η πλειοψηφία ασφαλώς ασκεί μιαν εξουσία και αυτοί που δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, παρά ταύτα, είναι υποχρεωμένοι να τις ακολουθούν.

Η λέξη αυτονομία, όπως όλες οι άλλες λέξεις και ιδέες της εποχής μας, έχει εκπορνευτεί. Αυτό συνέβη από το 1975-76, όταν διάφορες αυτοονομαζόμενες αυτόνομες ομάδες άρχισαν να κάνουν οτιδήποτε λέγοντας «είμαστε αυτόνομοι». Ξέρετε, στη λέξη αυτονομία υπάρχουν δύο ρίζες: αυτός (εγώ, ο ίδιος) και νόμος .Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται τη ρίζα αυτός και ξεχνούν τη ρίζα νόμος. Αυτόνομος, λοιπόν, είναι εκείνος που δίνει στον εαυτό του έναν νόμο. Φυσικά, δεν θα αποκαλούσα αυτόνομο όποιον εκπληρώνει απλώς τις επιθυμίες του χωρίς κανένα φρένο και χωρίς κανέναν έλεγχο, όποιον θεωρεί πως νόμος είναι να κάνει ό,τι του κατεβαίνει κάθε στιγμή στο κεφάλι.

Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική και συλλογική ζωή χωρίς οργάνωση και χωρίς ένα minimum κοινών κανόνων. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική και συλλογική ζωή χωρίς ένα minimum αξιών και σκοπών. Εννοώ αξιών και σκοπών, που να τους συμμερίζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας ή τουλάχιστον να μην τους αντιμάχονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να προτιμούν να γίνει ρημάδι η κοινωνία παρά να πραγματοποιηθούν αυτές οι αξίες και οι σκοποί.

Η αυτόνομη κοινωνία -όπως την εννοώ- είναι μια κοινωνία που ξέρει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει υπερβατικότητα, ότι δεν υπάρχει υπερβατική πηγή των θεσμών και των νόμων, ότι δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή (πράγμα που γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες οι οποίοι δεν πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή). Είναι μια κοινωνία που τα μέλη της ξέρουν πως ότι είναι να γίνει, πρέπει να το κάνουν αυτά τα ίδια και να το προσφέρουν στον εαυτό τους και στο κοινωνικό σύνολο. Είναι μια κοινωνία που ξέρει ότι η ίδια φτιάχνει τους θεσμούς και τους νόμους της. Και αυτό ακριβώς της επιτρέπει, να υπάρχει ως αυτόνομη κοινωνία, όπως επίσης επιτρέπει στα μέλη της να υπάρχουν ως αυτόνομα άτομα μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία.

Υπάρχει ενδεχομένως κάποιο νήμα που συνδέει τον προβληματισμό σας για την αυτονομία -την κοινωνική και την ατομική- με το ενδιαφέρον σας για την αρχαία ελληνική δημοκρατία;

Κ.Κ.: Το ενδιαφέρον μου για την αρχαία ελληνική δημοκρατία και γενικότερα για την αρχαία ελληνική δημιουργία είναι παλιό. Αναζωπυρώθηκε όμως πάρα πολύ μετά από μιαν ορισμένη εξέλιξη της σκέψης μου και ιδιαίτερα μετά την κριτική που άσκησα στην παραδοσιακή επαναστατική ιδεολογία, δηλαδή στον μαρξισμό.

Αναγνώρισα, λοιπόν, ότι στην Αρχαία Ελλάδα δημιουργήθηκαν ορισμένα βασικά στοιχεία που στη συνέχεια -με την παρακμή της αρχαίας ελληνικής πόλης, με την κυριαρχία της Ρώμης, με τον Χριστιανισμό ασφαλώς- χάθηκαν μέσα στην Ιστορία. Όμως τα στοιχεία αυτά κατά κάποιον τρόπο ξαναδημιουργήθηκαν έπειτα από αιώνες, δηλαδή μετά το τέλος του Μεσαίωνα, στη Δυτική Ευρώπη. Τότε, στη Δυτική Ευρώπη πράγματι ξαναδημιουργήθηκαν πόλεις, όπως στην Αρχαία Ελλάδα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών.

Θέλω να πω ότι δημιουργήθηκαν κοινότητες ανθρώπων, οι οποίες προσπάθησαν κατά το δυνατόν να αυτοκυβερνηθούν -βέβαια σε τελείως διαφορετικές συνθήκες από τις αρχαίες ελληνικές-, παλεύοντας εναντίον της απόλυτης μοναρχίας, εναντίον της φεουδαρχίας, εναντίον της Εκκλησίας (συχνά, μάλιστα, για λόγους τακτικής και επιβίωσης, σε εναλλασσόμενες συμμαχίες με διάφορες από τις παραπάνω δυνάμεις).

Αυτές οι πόλεις είναι το λίκνο της αστικής τάξης, την πρωταρχική έννοια του όρου. Με την έννοια δηλαδή των πρώτων αστών, των πρώτων χειροτεχνών εμπόρων. Αυτών που ο Μαρξ ονόμαζε «φυγάδες δουλοπάροικους από το φεουδαρχικό κτήμα». Αυτών που έβρισκαν προστασία και ελευθερία μέσα στα τείχη μιας πόλης (η οποία σιγά-σιγά αποκτούσε ορισμένη αυτονομία απέναντι στις υπάρχουσες εξουσίες, του μονάρχη, των φεουδαρχών, της Εκκλησίας).

Την ευρωπαϊκή αναγέννηση, στις αρχές της τουλάχιστον, τη χαρακτηρίζει το αίτημα και η αναδημιουργία μιας πραγματικής πολιτικής κοινότητας. Μιας πολιτικής κοινότητας, όπου οι συμμετέχοντες πραγματικά θέλουν να επωμιστούν τη ζωή τους, θέλουν να επωμιστούν τη ρύθμιση των κοινωνικών τους σχέσεων, θέλουν να αυτοκυβερνηθούν, θέλουν κατά κάποιον τρόπο να είναι αυτόνομοι.

Πρόκειται για τη δεύτερη φορά που συναντάμε στην Ιστορία το πρόταγμα της αυτονομίας. Ασφαλώς, η πρώτη φορά ήταν στην Αρχαία. Ελλάδα (και αυτή είναι η σημασία της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής δημιουργίας για μας σήμερα). Σπεύδω να πω, ώστε να αποφευχθεί κάθε παρανόηση, ότι δεν βλέπω την Αρχαία Ελλάδα ως πρότυπο ή ως μοντέλο -πρέπει να είναι κανείς φαντασιόπληκτος ή προγονόπληκτος-, το οποίο θα είχαμε απλώς να το αντιγράψουμε, για να βρούμε την ελευθερία ,τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία. Η Αρχαία Ελλάδα δεν είναι ούτε πρότυπο ούτε μοντέλο, όπως δεν είναι καμία περασμένη ιστορική φάση σε οποιονδήποτε τομέα, αλλά όμως μπορεί να λειτουργήσει για μας σαν σπέρμα γονιμοποιό.

Μιλήσατε πριν για την αυτονομία. Θα θέλατε τώρα, δίνοντας κάποια παραδείγματα, να αναφερθείτε και στην ετερονομία;

Κ.Κ.: Μάλιστα. Έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε ότι διάφορες ιδέες και επιδιώξεις -όπως η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η αλήθεια, κ.λπ.- είναι αυτονόητες. Έχουμε συνηθίσει μάλιστα να θεωρούμε ότι ο άνθρωπος παντού και πάντα προβληματιζόταν γύρω από αυτές, ότι τις προέβαλλε, ότι προσπαθούσε να δώσει απαντήσεις. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Πρόκειται για μια τεράστια ιστορική αυταπάτη. Το 98% της ανθρώπινης ιστορίας διαδραματίστηκε σε συνθήκες, στις οποίες οι άνθρωποι δέχονταν ως απολύτως αδιαμφισβήτητα όλα όσα τους επέβαλε -ως κριτήρια, αξίες, τρόπο ζωής, επιδιώξεις ζωής- η θεσμισμένη παράδοση της κοινωνίας του.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Για έναν Εβραίο της εποχής που περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, το ερώτημα «ο Νόμος είναι ή δεν είναι δίκαιος;» δεν τίθεται δεν μπορεί να τεθεί. Γιατί; Διότι τον Νόμο τον παρέδωσε ο ίδιος ο Θεός -ο Ιεχωβάς- στο όρος Σινά στον Μωυσή, ο οποίος τον κατέγραψε σε πέτρινες πλάκες (οι γνωστές Δέκα Εντολές). Το ίδιο φυσικά ισχύει -οι νόμοι είναι εκ Θεού, είναι δεδομένοι, δεν αμφισβητούνται κ.λπ.- και για όλες τις ασιατικές κοινωνίες, για τις αμερικανικές κοινωνίες(τις προκολομβιανές), για τις πρωτόγονες φυλές, για τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές κοινωνίες, για τη βυζαντινή κοινωνία ασφαλέστατα. Είπαμε ότι πρόκειται για το 98% της ανθρώπινης ιστορίας…

Υπάρχουν μόνον δύο κοινωνίες, από όσο εγώ γνωρίζω, όπου αυτά τα ζητήματα ανακινήθηκαν. Υπάρχουν μόνον δύο κοινωνίες και ιστορικές περίοδοι, όπου δημιουργήθηκε ένα κίνημα, το οποίο αφορούσε δυνάμει περίπου το σύνολο των κοινωνών, όπου οι άνθρωποι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα και να αμφισβητούν .

Τι; Να αμφισβητούν τις παραδοσιακές παραστάσεις για τον κόσμο, τις ιδέες, το τι αξίζει και τι δεν αξίζει, τι είναι δίκαιο και τι δεν είναι, τι είναι αλήθεια, πώς πρέπει να θεσπιστεί η κοινωνία, πώς πρέπει να ρυθμιστούν οι σχέσεις των ανθρώπων. Αυτές οι δύο κοινωνίες είναι η αρχαία ελληνική (από τον 8ο μέχρι τον 4ο π.χ. αιώνα) και η δυτικοευρωπαϊκή (από το τέλος του Μεσαίωνα και μετά).

Όπως ξέρετε, η βασική μου θέση είναι ότι κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται. Δηλαδή κάθε κοινωνία δημιουργεί τους θεσμούς της. Θεσμός είναι τα εργαλεία .Θεσμός είναι η θρησκεία. Θεσμός είναι οι αξίες. Θεσμός είναι η ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων. Θεσμός είναι η ύπαρξη εξουσίας και ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλεται και νομιμοποιείται .Κάθε κοινωνία δημιουργεί τους θεσμούς της. Όμως η ιδέα ότι οι θεσμοί είναι δική της δημιουργία, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, δεν υπάρχει στις περισσότερες κοινωνίες. Αντιθέτως, υπάρχει η ιδέα ότι οι θεσμοί ήρθαν από αλλού και γι’ αυτόν τον λόγο μένουν άθικτοι.

Η ιδέα ότι οι θεσμοί έρχονται από αλλού –δηλαδή ετερονομία της κοινωνίας- είναι πολύ παλιά ιστορία (υπάρχει ακόμη και σε πρωτόγονες κοινότητες). Η ετερονομία της κοινωνίας είναι το γεγονός ακριβώς ότι η κοινωνία αλλοτριώνεται μέσα στους θεσμούς τους οποίους δημιούργησε. Γιατί; Διότι δεν ξέρει ότι η ίδια τους δημιούργησε. Κατά κάποιον τρόπο δεν μπορεί να το ξέρει, της είναι τρομερά δύσκολο να το ξέρει Υπάρχει το περίφημο επιχείρημα του Ντοστογιέφσκι -που μπορεί να πάει πίσω μέχρι και τον Πλάτωνα και που, πάντως, εγώ προσωπικά το θεωρώ επιχείρημα υπαστυνόμου Β- σύμφωνα με το οποίο, “εάν δεν υπήρχε Θεός, όλα θα ήταν επιτρεπτά”! Δηλαδή χρειάζεται ένας Θεός, γιατί διαφορετικά όλα αυτά τα ρεμάλια θα έκαναν ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι…

Πάντως, παρά τη χυδαιότητα του, μιλώ για τη χυδαιότητα του επιχειρήματος του Ντοστογιέφσκι, το επιχείρημα αυτό εκφράζει μια βασική αλήθεια της θέσμισης των ετερόνομων κοινωνιών. Χρειάζεται δηλαδή να λεχθεί ότι οι θεσμοί έχουν έρθει από αλλού, για να μπορούν να κατοχυρωθούν οι θεσμοί. Εάν οι άνθρωποι έτσι ήξεραν ότι έκαναν οι ίδιοι τους νόμους τους, θα τους σέβονταν; Ε, λοιπόν, εδώ οι αρχαίοι Έλληνες και οι αρχαίοι Αθηναίοι απαντούν.


“Ναι, εμείς οι ίδιοι κάναμε τους νόμους μας και, όσο δεν τους έχουμε αλλάξει, τους σεβόμαστε και τους τηρούμε”.

Σ’ αυτό το ζήτημα προσπάθησε να απαντήσει το νεότερο δημοτικό και επαναστατικό κίνημα. Με ποιον τρόπο; Προτάσσοντας την ιδέα ότι τους νόμους τους δημιουργεί ο ίδιος ο λαός και ότι το γεγονός αυτό δεν είναι λόγος να μην είναι σεβαστοί οι νόμοι. Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε να κάνω μια λέξη σε ότι ονομάζω φαντασιακές σημασίες, οι οποίες ασφαλώς είναι ο κεντρικός πυρήνας των θεσμών κάθε κοινωνίας. Οι φαντασιακές σημασίες είναι αυτές που προσανατολίζουν τις αξίες και τη δραστηριότητα των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία’ είναι σημασίες που με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να στηριχτούν, να δικαιολογηθούν ή να αναιρεθούν λογικά. Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει ο Ιεχωβάς ή ο Θεός των Χριστιανών. Εξ άλλου, με μιαν έννοια, η λογική αναίρεση της ύπαρξης του Ιεχωβά ή του Θεού των Χριστιανικών δεν έχει κανένα ενδιαφέρον.

Kι οι φαντασιακές σημασίες στη σύγχρονη κοινωνία;

Κ.Κ.: Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία -η καπιταλιστική κοινωνία εν γένει- έχει ως κεντρική φαντασιακή σημασία την απεριόριστη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, την απεριόριστη αύξηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και πάνω στους ίδιους τους ανθρώπους. Και αυτό το εμφανίζει ως λογική επιδίωξη. Όμως αυτή η επιδίωξη, η οποία πραγματικά παίζει έναν απολύτως κεντρικό ρόλο στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι τελείως άλογη, τελείως αυθαίρετη .Γιατί πρέπει να αυξάνουν επ’ άπειρον οι παραγωγικές δυνάμεις; Γιατί πρέπει να αυξάνει η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και στους άλλους ανθρώπους ;Και επιτέλους, τι θα πει ότι αυξάνει η κυριαρχία Εάν το κοιτάξουμε από κοντά με το πρίσμα μιας αυστηρής και στενής λογικής, η ιδέα μιας επ’ άπειρον αύξησης της ορθολογισμένης κυριαρχίας είναι το ίδιο άτοπη, όσο η ιδέα του χριστιανικού Θεού και της Αγίας Τριάδας, που είναι ταυτοχρόνως μία και τρεις.

Θα διατυπώσω την άποψη μου έτσι, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή ασάφεια και ερωτηματικό. Λοιπόν, εμείς σήμερα -τουλάχιστον όσοι από εμάς προσπαθούμε να σκεφτούμε σοβαρά- επιλέγουμε μιαν παράδοση μέσα από το χάος του ιστορικού υλικού που έχουμε μπροστά μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι την επιλέγουμε, για να της γίνουμε δούλοι. Επιλέγουμε την παράδοση εκείνη, την ελληνιστική -όσον με αφορά την έχω επιλέξει-, της οποίας βασικό στοιχείο είναι ακριβώς η αμφισβήτηση της παράδοσης.

Η αμφισβήτηση;

Κ.Κ.: Μάλιστα. Η αμφισβήτηση, όχι για την ευχαρίστηση της αμφισβήτησης. Η αμφισβήτηση, όταν υπάρχει λόγος. Η δυνατότητα της αμφισβήτησης, η δυνατότητα να μιλήσω αλλιώς. Η δυνατότητα να σκεφτώ διαφορετικά από ότι σκέφτεται η πλειοψηφία, το Κράτος, η Εκκλησία, το Κόμμα, ο δάσκαλος, οι γονείς ενδεχομένως. Η δυνατότητα να θέσω ως άτομο-ή να θέσει μια κοινωνική ομάδα ή μια πολιτική κίνηση ερωτήματα. Ερωτήματα σχετικά με το εάν η σημερινή θέσμιση της κοινωνίας είναι δίκαιη ή όχι, εάν η ισότητα που επαγγέλλονται το Σύνταγμα και οι νόμοι υπάρχει πραγματικά ή δεν υπάρχει. Ε, λοιπόν, η δυνατότητα αμφισβήτησης είναι συμφυής με τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνοδυτικής παράδοσης και μόνον αυτής καμίας άλλης παράδοσης.

Φθάνουμε προς το τέλος. Θα θέλατε να αναφερθείτε στη σχέση σας με την Ελλάδα; Επίσης, πώς βλέπετε την Ελλάδα μέσα στον σημερινό κόσμο;

Κ.Κ.: Η σχέση μου με την Ελλάδα είναι αυτή: τα αρχέτυπα, η θάλασσα, τα δέντρα, ο ουρανός, η σχέση του σώματος με έναν χώρο, με άλλα σώματα, με τη φύση .Πέραν αυτού η σχέση είναι πολύ προβληματική.

Τι εννοείτε ακριβώς;

Κ.Κ.: Βρίσκω πολύ προβληματική, πολύ περισσότερο από άλλες χώρες, τη σύγχρονη Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Βεβαίως, σήμερα, παντού στον κόσμο υπάρχει το πρόβλημα «πού πηγαίνει η κοινωνία;», παντού υπάρχουν αντινομίες ανάμεσα σε ορισμένες εξελίξεις αποσύνθεσης και σε ορισμένα δείγματα ανανέωσης.

Στην Ελλάδα όμως όλες αυτές οι αντινομίες είναι πολλαπλασιασμένες. Πρώτα-πρώτα, υπάρχει η θεμελιώδης αντινομία, την οποία ο νεότερος ελληνισμός δεν κατάφερε ποτέ του να λύσει. Εννοώ αυτή την καταπληκτικά αντιφατική επίκληση δύο παραδόσεων τελείως ασυμβίβαστων μεταξύ τους: της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και, ταυτοχρόνως, της βυζαντινής. Ή θεωρεί κανείς σημείο αφετηρίας τον Επιτάφιο του Περικλή ή είναι με τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ή θεωρούμε την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία πρότυπο και σπέρμα ή είμαστε με τη βυζαντινή θεοκρατία. Όμως τα δύο μαζί δεν συμβιβάζονται.

Σ’ αυτήν τη θεμελιώδη αντινομία υπάγεται και κάτι άλλο. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι όποια καθαρά νεοελληνική παράδοση πήγε να δημιουργηθεί, δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεροποιηθεί” δεν μπόρεσε να δώσει έργα που να είναι σταθμοί. Όποτε άρχισε μια σημαντική πολιτική ή κοινωνική προσπάθεια, ισοπεδώθηκε από μεγάλες καταστροφές και ιστορικά γεγονότα · γεγονότα που, κατά κάποιον τρόπο, δίνουν τον ρυθμό της νεοελληνικής ιστορίας. Η τελευταία από αυτές τις καταστροφές είναι ασφαλώς η αθρόα και ραγδαία εισβολή του σύγχρονου καταναλωτικού πολιτισμού. Έτσι, ένας τόπος που, με μιαν έννοια, δεν είχε αλλάξει από 25 αιώνες, έγινε σμπαράλια μέσα σε μόλις είκοσι χρόνια. Και όταν λέω “ένας τόπος”, δεν εννοώ μόνον τα τοπία. Εννοώ, κυρίως, τους ανθρώπους· τη στάση και την ποιότητα τους.

Έχετε σκεφτεί ποια θα μπορούσε να ήταν η εξέλιξη σας, εάν δεν είχατε φύγει από την Ελλάδα;

Κ.Κ.: Εάν δεν είχα φύγει, ασφαλώς δεν θα μπορούσα να είχα κάνει αυτά, τα οποία νομίζω ότι μπορώ να κάνω φεύγοντας έξω. Δεν θέλω να πω ότι η Ελλάδα θα με είχε φάει, αλλά περίπου το αίσθημα μου είναι αυτό….__

***

* Τον Δεκέμβριο του 1984, ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρουσιαζόταν πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση, στην εκπομπή παρασκήνιο (της ΕΤ 1). Από την εκπομπή αυτή, η οποία προκάλεσε συζητήσεις και σχόλια στον Τύπο για αρκετές ημέρες, δημοσιεύεται εδώ η συνέντευξη του Κ.Κ. με πολύ μικρές συντομεύσεις και ελάχιστες προσθήκες από το αμοντάριστο υλικό. Η σκηνοθεσία είναι του Τάκη Χατζόπουλου. Έρευνα-συνέντευξη, Τέτα Παπαδοπούλου. Διεύθυνση φωτογραφίας, Γιάννης Δασκαλοθανάσης. Παραγωγή, Cinetic
***

Κορνήλιος Καστοριάδης – Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας

Αντικλείδι , http://antikleidi.com